χωρισμοῦ

χωρισμοῦ
χωρισμός
renewed execution
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Le Chant du départ (film, 1939) — Pour les articles homonymes, voir Le Chant du départ. Le Chant du départ Données clés Titre original Το Τραγούδι του Χωρισμού (To Tragoudi tou korismou) …   Wikipédia en Français

  • Matono — Studio album by Peggy Zina Released July 11, 2004 Recorded 2004 …   Wikipedia

  • Пифагор и пифагорейцы — П., сын Мнезарха, уроженец Самоса, процветал при тиране Поликрате (533 2 или 529 8 г.; Busolt, Gr. Gesch. , II, 233, 1) и основал общество в Кротоне, италийском городе, находившемся в тесных сношениях с Самосом. По словам Гераклита, он был ученее …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Пифагореизм — Пифагореизм  религиозно философское учение, основанное в Древней Греции VI IV вв. до н. э. Содержание 1 История пифагорейского союза 2 …   Википедия

  • Пифагорейцы — Пифагореизм религиозно философское учение в Древней Греции VI IV вв. до н. э. Содержание 1 История пифагорейского союза 2 Пифагорейский союз как религиозная община …   Википедия

  • Christos Tsaganeas — Hristos Tsaganeas Χρήστος Τσαγανέας Born July 2, 1906 Brăila …   Wikipedia

  • αλαφρός — ιά, ιό ο ελαφρός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. επίθ. ἐλαφρός. Το επίθ. προήλθε από τον πληθ. τού ουδετέρου (τα ελαφρά τα ‘λαφρά) με μετακίνηση τών ορίων του μορφήματος (τής λέξης) λόγω κακού χωρισμού: τ’ αλαφρά, από όπου αναλογικά και ο τ. αλαφρός. Από… …   Dictionary of Greek

  • ανάσταση — I Κατά τη διδασκαλία της Εκκλησίας, η Α. είναι το θεμελιώδες γεγονός κατά το οποίο ο Χριστός με τη σταύρωση και την ταφή κατάργησε το κράτος του θανάτου και χάρισε την αιώνια ζωή στο ανθρώπινο γένος. O Θεάνθρωπος ένωσε τη θεία με την ανθρώπινη… …   Dictionary of Greek

  • εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… …   Dictionary of Greek

  • ιδίωμα — το (ΑΜ ἰδίωμα) [ιδιούμαι] 1. καθετί που αποτελεί ιδιαίτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα κάποιου, η ιδιότητα 2. επιμέρους διάλεκτος, υποκατηγορία διαλέκτου («η επτανησιακή διάλεκτος περιλαμβάνει το ιδίωμα τής Ζακύνθου, το ιδίωμα τής Κέρκυρας κ.λπ.»)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”